Άρθρο του αγγειοχειρουργού Νεκτάριου Γαλάνη στο
περιοδικό Go!
Η καρωτιδική νόσος είναι η «ωρολογιακή βόμβα» του εγκεφαλικού
Οι καρωτίδες είναι οι βασικές αρτηρίες που αιματώνουν τον εγκέφαλο. Οι κοινές καρωτίδες διαπερνούν τον λαιμό και στη μεσότητα αυτού, περίπου ή λίγο πριν από την κάτω γνάθο, χωρίζονται στην έξω και έσω καρωτίδα. Οι στενώσεις της έσω και της κοινής καρωτίδας είναι αυτές που διαδραματίζουν τον βασικότερο ρόλο στην αιμάτωση του εγκεφάλου.
Όπως και στις υπόλοιπες αρτηρίες του οργανισμού υπό την επίδραση παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα, ο διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία και η υπέρταση, μπορεί να δημιουργηθούν στο εσωτερικό τους αθηρωματικές πλάκες, οι οποίες προκαλούν στένωση του αυλού και διαταράσσουν τη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο.Όσο μεγαλώνει αυτή η πλάκα, αυξάνεται η πιθανότητα να δημιουργηθεί πάνω της κάποιος θρόμβος ή να αποσπαστεί ένα κομμάτι της, το οποίο παρασυρόμενο από τη ροή του αίματος μπορεί να “σφηνωθεί” σε μία εγκεφαλική αρτηρία και να προκληθεί το λεγόμενο ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Με τον όρο «καρωτιδική νόσος», λοιπόν, αναφερόμαστε στη στένωση ή απόφραξη των κοινών ή έσω καρωτιδικών αρτηριών.
Η αρτηριοσκλήρωση είναι η βασική πάθηση που προκαλεί στένωση και απόφραξη των αρτηριών. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ασθενείς με στένωση καρωτίδας παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν έμφραγμα του μυοκαρδίου ή να νοσήσουν από περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια και το αντίστροφο.
Συμπτώματα
Η καρωτιδική νόσος συνήθως δεν δίνει συμπτώματα για πολύ καιρό και, δυστυχώς, συχνά η πρώτη εκδήλωση είναι ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, εκδηλώνεται με συμπτώματα, όπως ξαφνική μείωση ή απώλεια της όρασης, μούδιασμα ή αδυναμία σε μία πλευρά του σώματος, δυσκολία στην ομιλία ή λιποθυμικό επεισόδιο, τα οποία μπορεί να διαρκέσουν από λίγα λεπτά μέχρι και λίγες ώρες και χαρακτηρίζονται ως παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε κάθε περίπτωση, έχει μέγιστη σημασία η αναγνώριση αυτών των προειδοποιητικών σημαδιών και η έγκαιρη διερεύνησή τους.
Διάγνωση
Η διάγνωση στηρίζεται στον υπέρηχο (έγχρωμη υπερηχητική αρτηριογραφία ή triplex) των αγγείων του τραχήλου. Η εξέταση αυτή επιτρέπει να καθοριστεί με μεγάλη ακρίβεια ο βαθμός στένωσης του αγγείου. Σε περίπτωση διαγνωστικών αμφιβολιών απαιτείται περαιτέρω έλεγχος με ψηφιακή, μαγνητική ή αξονική αγγειογραφία.
Μέθοδοι θεραπείας
Η θεραπεία εξαρτάται από τον βαθμό στένωσης της έσω ή κοινής καρωτίδας και από το αν έχουν προηγηθεί συμπτώματα. Ανεξάρτητα, όμως, από τη θεραπεία της στένωσης, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή κατά της αρτηριοσκλήρωσης. Βασικοί πυλώνες αυτής είναι η λήψη ενός αντιαιμοπεταλιακού παράγοντα, καθώς και ενός αντιυπερλιπιδαιμικού φαρμάκου κατά της χοληστερίνης. Σημαντικός είναι επίσης ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου, όπως κόψιμο του καπνίσματος, η θεραπεία της υπέρτασης και ο έλεγχος του διαβήτη.
Γενικά, χειρουργική αντιμετώπιση συνιστάται σε ασυμπτωματικούς ασθενείς, όταν η στένωση είναι >7Ο%, ενώ σε συμπτωματικούς, όταν η στένωση είναι >5Ο%. Τα παραπάνω όρια δεν είναι απόλυτα, αλλά λαμβάνονται υπόψη κι άλλοι παράγοντες, όπως η ηλικία, και τυχόν συνυπάρχουσες παθήσεις, όπως η στεφανιαία νόσος.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Υπάρχουν δύο επιλογές χειρουργικής αντιμετώπισης, η κλασική «ανοιχτή» ενδαρτηρεκτομή και η ενδαγγειακή προσέγγιση με τοποθέτηση stent.
Στην κλασική μέθοδο, η οποία αποτελεί ακόμη τον «χρυσό κανόνα» της χειρουργικής αντιμετώπισης, γίνεται η διάνοιξη του αγγείου κατά μήκος από την κοινή καρωτίδα μέχρι και την έσω καρωτίδα, η αφαίρεση της πλάκας και το κλείσιμο της τομής.
Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση συνίσταται στη διάνοιξη του στενωμένου τμήματος της καρωτίδας με την τοποθέτηση ενός ενδονάρθηκα (stent), ο οποίος προωθείται μέσω της μηριαίας αρτηρίας χωρίς χειρουργικές τομές.
Αν και η ενδαγγειακή μέθοδος είναι σαφώς λιγότερο επεμβατική, ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους επιπλοκών, κυρίως εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της επέμβασης, οπότε εφαρμόζεται σε ειδικές περιπτώσεις.
Και οι δύο αυτές επεμβάσεις διενεργούνται από την ομάδα μου με τοπική αναισθησία, γεγονός που μας επιτρέπει να παρακολουθούμε τη λειτουργία του εγκεφάλου σε όλες τις φάσεις του χειρουργείου και να επεμβαίνουμε με ασφάλεια, αν αυτό χρειαστεί. Η παραμονή στο νοσοκομείο κυμαίνεται από 1 έως 2 μέρες.