Τι είναι το ανεύρυσμα αορτής;

Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρώπινου σώματος, ξεκινάει από την καρδιά (από την αριστερή κοιλία συγκεκριμένα), διαπερνά τον θώρακα και την κοιλιά και φτάνει μέχρι το επίπεδο του ομφαλού, όπου και χωρίζεται στις λεγόμενες λαγόνιες αρτηρίες (δεξιά και αριστερά). Η μέση φυσιολογική της διάμετρος στο θώρακα (θωρακική αορτή) είναι μέχρι 28 mm, ενώ στην κοιλιά (κοιλιακή αορτή) γύρω στα 20 mm. Όταν η διάμετρος ενός αγγείου ξεπεράσει κατά 1,5 φορά τη μέγιστη φυσιολογική διάμετρο τότε μιλάμε για ανεύρυσμα. Αυτό συμβαίνει όταν η διάμετρος της θωρακικής αορτής περάσει τα 4,5 εκατοστά (45 mm) και της κοιλιακής αορτής τα 3 εκατοστά (30 mm).

Η πλειοψηφία των ανευρυσμάτων εντοπίζεται στην κοιλιακή αορτή. Αυτά με τη σειρά τους διακρίνονται σε υπερνεφρικά όταν ξεκινούν κεντρικότερα της έκφυσης των νεφρικών αρτηριών, παρανεφρικά όταν ξεκινούν ακριβώς κάτω από τις νεφρικές αρτηρίες και υπονεφρικά όταν ξεκινούν κάτω από την έκφυση των νεφρικών αρτηριών και μεταξύ αυτών και του ανευρύσματος παρεμβάλλεται ένα τμήμα υγιούς αορτής. Αυτά τα τελευταία αποτελούν και το 95% των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για ανεύρυσμα αορτής;

Το ανεύρυσμα της αορτής είναι πιο συχνό στους άνδρες από όσο στις γυναίκες. Επίσης, ο κίνδυνος εμφάνισής του αυξάνεται με την ηλικία. Αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά ότι σε άνδρες ηλικίας 65-80 ετών το ποσοστό αυτών που έχουν ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι 2-5%. Στις γυναίκες ίδιας ηλικίας το ποσοστό είναι μέχρι 1%. Άλλοι σημαντικοί παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα, η μη καλά ελεγμένη αρτηριακή υπέρταση και το ιστορικό ανευρύσματος σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι ασθενείς με περιφερική αρτηριακή νόσο ή καρδιοπάθεια έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ανευρύσματος της αορτής.

Ποια είναι τα συμπτώματα των ανευρυσμάτων αορτής;

Τα ανευρύσματα της αορτής είναι ως επί το πλείστον ασυμπτωματικά και τις περισσότερες φορές ανακαλύπτονται τυχαία όταν γίνονται εξετάσεις για άλλους λόγους. Δυστυχώς μερικές φορές το ανεύρυσμα γίνεται αντιληπτό όταν υποστεί ρήξη, κάτι που τις περισσότερες φορές μπορεί να αποβεί μοιραίο για τον ασθενή. Για αυτό το λόγο συνιστάται ο απλός υπερηχογραφικός έλεγχος σε άτομα άνω των 60 ετών.

Ανάμεσα στα συμπτώματα που μπορεί να αισθανθούν οι ασθενείς είναι έντονο αίσθημα παλμών στην κοιλιά, καθώς και πόνος στην κοιλιά ή τη μέση. Σπανιότερα μπορεί να αποκοπούν μικρά θραύσματα από το θρομβωμένο τοίχωμα του ανευρύσματος και να εμφανιστούν συμπτώματα εμβολής στα μικρά περιφερειακά αγγεία προκαλώντας το λεγόμενο “σύνδρομο κυανών δακτύλων” όπου τμήματα των δαχτύλων των ποδιών αποκτούν μπλέ χρώμα και συνοδεύονται από πόνο. Ένας εξαιρετικά σπάνιος τύπος ανευρύσματος είναι το φλεγμονώδες ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής, που χαρακτηρίζεται από οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση και μπορεί να προκαλεί απόφραξη των ουρητήρων με υδρονέφρωση και πόνο.

Όταν το ανεύρυσμα σπάσει τότε μιλάμε για ρήξη ανευρύσματος αορτής και τα συμπτώματα είναι συνήθως δραματικά με οξύ πόνο στον θώρακα, την πλάτη, τη μέση ή την κοιλιά, ανάλογα με το πού εντοπίζεται το ανεύρυσμα. Η έντονη αιμορραγία μπορεί να οδηγήσει σε ραγδαία πτώση της πίεσης και αύξηση των καρδιακών παλμών, απώλεια συνείδησης μέχρι και κυκλοφορική καταπληξία (κυκλοφορικό σοκ). Η ρήξη ενός ανευρύσματος σχετίζεται με υψηλή θνητότητα.

Πώς γίνεται η διάγνωση των ανευρυσμάτων αορτής;

Η διάγνωση και παρακολούθηση των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής γίνεται με έναν απλό υπέρηχο. Σε περίπτωση που γίνει η διάγνωση, τότε η εξέταση μπορεί να πλαισιωθεί με μια έγχρωμη υπερηχητική αρτηριογραφία το γνωστό triplex με εξέταση και των λαγονίων αρτηριών. Όταν προκύψει η προοπτική του καθορισμού μιας στρατηγικής θεραπείας, είναι απαραίτητη η απεικόνιση όλης της αορτής κάτι που γίνεται με αξονική ή μαγνητική αγγειογραφία. Η εξέταση αυτή είναι σημαντική και για τον αποκλεισμό ενός συνοδού θωρακικού ανευρύσματος. Η αγγειογραφία του θώρακα γίνεται επίσης και όταν στον καρδιακό υπέρηχο εκφραστεί η υποψία ύπαρξης ανευρύσματος θωρακικής αορτής. Τέλος, σημαντικός είναι και ο υπερηχογραφικός έλεγχος των ιγνυακών αρτηριών, των αρτηριών δηλαδή που περνούν πίσω από το γόνατο, γιατί είναι γνωστό ότι το 50% περίπου των ασθενών που έχουν ανεύρυσμα αορτής έχουν και κάποιου είδους ανεύρυσμα και σε αυτές τις αρτηρίες. Η σημασία εντοπισμού του ανευρύσματος των ιγνυακών αρτηριών δεν προκύπτει από τον κίνδυνο ρήξης, αλλά θρομβωτικής απόφραξης με κίνδυνο ισχαιμίας του κάτω άκρου και ακρωτηριασμού.

Ποια είναι η θεραπεία των ανευρυσμάτων αορτής;

Ο βασικός λόγος θεραπείας ενός αορτικού ανευρύσματος είναι η αποφυγή της ρήξης που έχει πολύ ψηλή θνητότητα. Επειδή η πιθανότητα ρήξης είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέγεθος του ανευρύσματος, έχουν καθοριστεί τα όρια ένδειξης βάσει αυτού. Η ένδειξη για την επέμβαση προκύπτει πάντα όταν η πιθανότητα επιπλοκών ενός χειρουργείου είναι μικρότερη από την πιθανότητα επιπλοκών αν ο ασθενής δεν χειρουργηθεί μέσα σε ένα χρόνο, αρκεί να έχει προσδόκιμο ζωής πάνω από 2 χρόνια.

Όταν λοιπόν η θωρακική αορτή ξεπεράσει σε διάμετρο τα 6 εκατοστά και η κοιλιακή αορτή τα 5,5 εκατοστά στους άνδρες και τα 5 εκατοστά στις γυναίκες υπάρχει ένδειξη για θεραπεία τους. Μια άλλη ένδειξη για χειρουργική θεραπεία είναι η γρήγορη αύξηση της διαμέτρου της αορτής της τάξεως των 0,5 εκ. σε διάστημα έξι μηνών, ανεξαρτήτως μεγέθους. Σε περίπτωση ανευρυσμάτων με ιδιαίτερη ασύμμετρη μορφολογία ή ψευδοανευρυσμάτων που έχουν αυξημένο κίνδυνο ρήξης, η ένδειξη θεραπείας μπορεί να τεθεί ακόμα και πριν αυτά φτάσουν τα προαναφερθέντα μεγέθη.

Τα συμπτωματικά ανευρύσματα έχουν ένδειξη άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης. Ένα ανεύρυσμα των κοινών λαγονίων αρτηριών άνω των 3 εκατοστών χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης, σε αυτήν την περίπτωση αντιμετωπίζεται και το συνοδό ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής ακόμα κι αν δεν υπάρχει ένδειξη.

Η θεραπεία του ανευρύσματος αορτής γίνεται τόσο ενδαυλικά με ενδονάρθηκες (stent), όσο και με την κλασσική ανοιχτή μέθοδο (βλ. θεραπείες). Η κατάλληλη μέθοδος εξαρτάται από τη μορφολογία του ανευρύσματος, τη γενική κατάσταση του ασθενούς και το προσδόκιμο ζωής του. Ο αγγειοχειρουργός θα συμβουλέψει και θα ενημερώσει τον ασθενή για όλες τις μεθόδους με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ώστε να επιλεγεί η καλύτερη δυνατή μέθοδος με τις λιγότερες επιπλοκές και τα καλύτερα δυνατά μακροχρόνια αποτελέσματα.